- βαζελίνη
- Μείγμα υδρογονανθράκων με μεγάλο αριθμό ατόμων άνθρακα, κυρίως κεκορεσμένων της παραφινικής και ναφθενικής σειράς, με μικρές ποσότητες υδρογονανθράκων μη κεκορεσμένων της αιθυλενικής και διολεφινικής σειράς. Εμφανίζεται ως ημιστερεά μάζα, ομοιογενής, λιπαρή, ρευστή, ελαφρώς φθορίζουσα, λευκή όταν είναι καθαρή, υποκίτρινη ή φαιά όταν είναι ακάθαρτη, διαλυτή στο μεγαλύτερο μέρος των οργανικών διαλυτών, αδιάλυτη στο νερό και στη γλυκερίνη. Παραλαμβάνεται κατά την κλασματική απόσταξη μερικών πετρελαίων και μπορεί να παρασκευαστεί με επεξεργασία της παραφίνης με ορυκτέλαια σε διάφορους τύπους και ποιότητες. Η β. υπάρχει στο εμπόριο σε διάφορους τύπους ανάλογα με τον βαθμό καθαρότητας· χρησιμοποιείται στη βιομηχανία καλλυντικών, στη φαρμακευτική για πομάδες και αλοιφές, στη βιομηχανία εκρηκτικών υλών για την παρασκευή της άκαπνης πυρίτιδας· χρησιμοποιείται επίσης –ως αντιοξειδωτικό και αντισκωρικό– για λιπαντικά, σαπούνια και βερνίκια υποδημάτων.
* * *ηυλικό που αποτελεί παραπροϊόν της κλασματικής απόσταξης του αργού πετρελαίου και περιλαμβάνεται στο στερεό υπόλειμμα το οποίο απομένει στον αποστακτήρα.
Dictionary of Greek. 2013.